- χλιαρώς
- χλιαρῶς, ΝΜΑ, και χλιαρά Ν, και ιων. τ. χλιηρῶς Αβλ. χλιαρός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χλιαρῶς — χλῑαρῶς , χλιαρός warm adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χλιαρός — ή, ό / χλιαρός, ά, όν, ΝΜΑ, θηλ. και ός, και ιων. τ. χλιερός, ή, όν, Α 1. (ιδίως για υγρό) λίγο θερμός, υπόθερμος (α. «το νερό τής θάλασσας είναι σήμερα χλιαρό» β. «καὶ πίειν ὕδωρ διπλάσιον χλιαρόν», Επίχ.) 2. μτφ. (για πρόσ.) αδιάφορος (α. «η… … Dictionary of Greek
нетеплѣ — (1*) нар. Без усердия, неревностно: но ѹбо бо˫ахусѧ жерци. видѧще его небрегѹща о ч(с)ти и(х) и нетеплѣ прилежаща о б҃зѣ(х). (χλιαρῶς!) ЖВИ XIV–XV, 106в. Ср. теплѣ … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)